- ρονδελετία
- (rondeletia). Φυτό δικοτυλήδονο της οικογένειας των ρουβιιδών. Αριθμεί 85 περίπου είδη, ιθαγενή της τροπικής Αμερικής. Είναι αειθαλείς θάμνοι ή δέντρα, με φύλλα αντίθετα, δερματώδη ή μεμβρανώδη και άνθη κόκκινα, κίτρινα ή λευκά, με τους λοβούς του κάλυκα ίσους στο μήκος. Η ωοθήκη τους είναι δίχωρη και ο καρπός τους κάψα. Τα φυτά αυτά καλλιεργούνται για τα αρωματικά τους άνθη. Πολλαπλασιάζονται εύκολα με μοσχεύματα από μάλλον ώριμο ξύλο σε κάθε εποχή του έτους. Από τα πιο αξιόλογα είδη είναι ρ. η εύοσμη, η ρ. η καρδιόφυλλη της Γουατεμάλας και του Μεξικού, με άνθη ρόδινα ή λευκά και η ρ. η μακρανθής της Βραζιλίας, με φύλλα λογχοειδή και άνθη γαλάζια.
* * *η, Νγένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ρουβιίδες τής τάξης γεντιανώδη.
Dictionary of Greek. 2013.